- περιαλλόκαυλος
- περι-αλλό-καυλος, mit dem Stengel sich um andere Pflanzen od. Bäume windend und anhaltend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιαλλόκαυλος — ον, Α (για φυτό) αυτός που έχει μαλακό και μακρύ βλαστό ο οποίος περιτυλίγεται σε άλλα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἄλλος + καυλός «βλαστός»] … Dictionary of Greek
περιαλλόκαυλον — περιαλλόκαυλος twining around other plants masc/fem acc sg περιαλλόκαυλος twining around other plants neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαλλόκαυλα — περιαλλόκαυλος twining around other plants neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek